Τα όνειρα και τα θεμέλια μιας λαμπρής καριέρας, ξεκίνησαν από τις αθλητικές εγκαταστάσεις του «ΑΟ Αθανάσιος Διάκος», κάπου στη Λαμία. Από πολύ μικρή, μπήκε στον αθλητισμό, έδειξε σύντομα πως είναι… γεννημένη γι΄ αυτό, ενώ μόλις στα 15 της χρόνια, έλαβε μέρος σε διεθνείς αγώνες, με τα όνειρά της να παίρνουν σάρκα και οστά.
Ο λόγος για τη Νίκη Μπακογιάννη. Μια αθλήτρια που έγραψε τη δική της ιστορία στον ελληνικό αθλητισμό, όταν το 1996 στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, κατάφερε να «σπάσει» κάθε προσωπικό και όχι μόνο ρεκόρ, καθώς πέρασε το 2.03 στο άλμα εις ύψος και βρέθηκε μια ανάσα από το χρυσό μετάλλιο. Η Κονσταντίνοβα έφτασε ακόμα και το 2.05, με τη Μπακογιάννη να κατακτά τελικά το αργυρό μετάλλιο. Η συγκεκριμένη επίδοση, γράφτηκε στο βιβλίο Γκίνες, αφού ξεπέρασε κατά 33 ολόκληρα εκατοστά το ύψος της, κάτι που από μόνο του αποτελούσε τεράστια υπέρβαση.
Η επιστροφή στην Ελλάδα, της επιφύλασσε μια υποδοχή που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Η πρώτη φορά που πήρε μέρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν το 1992 στη Βαρκελώνη, ενώ βρισκόταν και σε αυτούς του Σύδνεϋ (2000), χωρίς όμως να μπορέσει να προκριθεί στον τελικό.
Η Νίκη Μπακογιάννη είκοσι χρόνια μετά τη μεγάλη επιτυχία της Ατλάντα θυμάται τις μαγικές εκείνες στιγμές, την υποδοχή που τους επεφύλαξαν, όλα όσα έζησε γενικά στην καριέρα της, αλλά και τι σκέφτεται να κάνει από εδώ και πέρα.
Ήταν προσωπική επιλογή η αποχή από τα ΜΜΕ; Οσο και να ψάξει προσωπικά σας υλικό κάποιος, δύσκολα θα βρει συνεντεύξεις σας, δύσκολα μπορεί να μάθει πράγματα για τη Νίκη Μπακογιάννη.
«Εγιναν πολλά στην προσωπική μου ζωή και έπρεπε να μείνω μακριά από κάποια πράγματα. Επίσης, έχω και δύο παιδιά, τα οποία μπορεί πλέον να μεγάλωσαν, όμως τότε δεν υπήρχε ο χρόνος για να ασχοληθώ με άλλα πράγματα, εκτός της οικογένειάς μου και του αθλητισμού. Γενικότερα όμως, ήταν μια στάση ζωής. Οταν μιλάς δημόσια, πολλά πράγματα μπορούν να παρεξηγηθούν ή να κουράσουν, κάτι που προσωπικά δεν μου άρεσε ποτέ. Αυτό που με ενδιαφέρει, είναι πως ό,τι λέω, θα πρέπει να μεταφέρεται στον κόσμο αυτούσιο, χωρίς παραλλαγές, χωρίς διαφορετικές μεταφράσεις. Είμαι της άποψης, ότι όσα λέω, θα πρέπει να είναι προσωπικές μου δηλώσεις και όχι απόψεις του εκάστοτε δημοσιογράφου».
Ποια τα συναισθήματά σας μετά την τεράστια επιτυχία στην Ατλάντα; Η Ελλάδα παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα την προσπάθειά σας και έπειτα, το αργυρό μετάλλιο ήταν αυτό που έμεινε και κοσμεί μέχρι σήμερα την παρακαταθήκη του ελληνικού αθλητισμού.
«Εχουν περάσει 20 ολόκληρα χρόνια από τότε. Πριν πάω στους Ολυμπιακούς αγώνες, στόχος μου ήταν να περάσω στον τελικό. Οταν το κατάφερα, κατά τη διάρκεια του αγώνα ήμουν επικεντρωμένη, στο να καταφέρω να μπω στην οκτάδα και έπειτα στην εξάδα. Μόλις έφτασα ως εκεί και είδα ότι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, σκέφτηκα πως μπορώ να διεκδικήσω ένα μετάλλιο. Προσπάθησε πολύ και στο τέλος τα κατάφερα. Το καλό μου, ήταν ότι όσους στόχους και αν έβαλα, τους πέτυχα και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό λειτούργησε θετικά για εμένα, διότι όλο αυτό, μου έδινε την αίσθηση πως είμαι ικανή για την υπέρβαση. Οι Ολυμπιακοί αγώνες, ήταν η πραγματοποίηση ενός από τα όνειρά μου. Οταν ξεκίνησα τον αθλητισμό, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έφτανα να πάρω μετάλλιο. Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι θέλω να πετύχω πράγματα στον αθλητισμό, αλλά πάντα ανέβαινα σταδιακά και όχι γρήγορα. Ο άνθρωπος που με στήριξε σε όλη αυτή την προσπάθεια για τρία χρόνια και με τον οποίο πήρα δύο μετάλλια, ήταν ο προπονητής μου, Γιάννης Κουτσογιάννης. Είχαμε τρομερή χημεία και αυτό ήταν το συστατικό της επιτυχίας».
Οι σχέσεις σας με τη Στέφκα Κονσταντίνοβα πώς είναι; Είδαμε ότι είχατε και μια συνάντηση πριν από λίγες ημέρες.
«Με τη Στέφκα μας συνδέει η φιλία, από πολύ παλιά, πριν από τους Ολυμπιακούς. Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά σε Βαλκανικούς Αγώνες στην Αθήνα, πριν από περίπου 30 χρόνια. Δεν αναπτύξαμε τότε όμως φιλία, αλλά εγώ τη θαύμαζα, διότι για μένα ήταν πρότυπο αθλήτριας και σε επίπεδο τεχνικής, αλλά και σαν άνθρωπος. Στην πορεία όμως, επειδή άρχισε να έρχεται πολύ συχνά στην Ελλάδα και συναντιόμασταν σε αγώνες, είχαμε αναπτύξει και σχέσεις, ήρθαμε πιο κοντά. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε μετά από αρκετά χρόνια, μου είπε ότι αν είχα κάνει εγώ το 2.05, ίσως είχα φτάσει σε παγκόσμιο ρεκόρ».
Ποιος θεωρείτε πως ήταν ο βασικός λόγος που δεν καταφέρατε να ισοφαρίσετε το 2.05;
«Για μένα, είναι θέμα προπόνησης και στατιστικής. Έφτασα να κάνω το 2.03, μετά από πολλές προσπάθειες στον αγώνα (ήταν το 13ο άλμα) και όπως έχει δείξει η στατιστική, είναι δύσκολο να επαναληφθεί νέο ρεκόρ έπειτα από τόσες προσπάθειες. Ίσως και να κατάφερνα να το περάσω, αλλά με διαφορετική προπόνηση από αυτή που είχα κάνει. Επίσης, θα έπρεπε να είχα περάσει το μεγάλο φράγμα των 2 μέτρων τουλάχιστον δύο φορές σε αγώνες, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό».
Το γεγονός πως θεωρείστε από τις κοντές, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πόσο ψηλά μπορέσατε να φτάσετε. Θα μπορούσατε να πάτε ακόμα ψηλότερα αν το ύψος σας ήταν μεγαλύτερο;
«Είναι όλα μέσα στο μυαλό. Μπορεί να θεωρούμαι από τις κοντές, όμως είχα προσόντα όπως η εκρηκτικότητα, η ελαστικότητα, η ταχύτητα, που ίσως κάποια ψηλή αθλήτρια να μην είχε. Όπως μου είχε πει και ένας Γερμανός προπονητής, το συγκεκριμένο άθλημα βασίζεται στην τεχνική, στη δύναμη και την ταχύτητα, διότι θεωρείται κυρίως δρομικό και όχι αλτικό».
Έχετε λάβει μέρος σε τρεις Ολυμπιακούς αγώνες. Ξεχωρίζετε κάποια διοργάνωση;
«Θεωρώ πως η καλύτερη ήταν στην Ατλάντα. Όχι επειδή πήρα μετάλλιο, αλλά γιατί πάντα κοιτάζω και τις συνθήκες διαβίωσης σε μια τέτοια διοργάνωση. Είναι σημαντικό το που μένεις, το που ξεκουράζεσαι, αν υπάρχουν άνετοι χώροι. Συνήθως, στους Ολυμπιακούς αγώνες οι εγκαταστάσεις είναι για λίγες ημέρες, οπότε σίγουρα δεν έχουν άριστη ποιότητα. Στην Ατλάντα όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι μέναμε σε διαμερίσματα, μέσα σε συγκροτήματα που χρησιμοποιούσαν φοιτητές.
Τα συναισθήματά σας κατά την επιστροφή στην Ελλάδα, έχοντας το αργυρό μετάλλιο. Πώς είναι να ζει ένας αθλητής τέτοιες στιγμές;
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι του Ολυμπιακούς Αγώνες, τους γέννησε η Ελλάδα. Μπορεί στα σχολεία να μη διδάσκεται η ιστορία τους, όμως όλοι γνωρίζουμε πως είναι το μοναδικό γεγονός παγκοσμίως, το οποίο ισχύει κανονικά μέχρι και σήμερα, του οποίου οι ρίζες είναι ελληνικές. Ήταν μια περίοδος, όπου ο ελληνικός αθλητισμός πέτυχε πράγματα και ήταν κάτι που κόσμος το ήθελε, το είχε ανάγκη και αυτό φάνηκε. Με τις επιτυχίες που ήρθαν, δεν ανέβηκε μόνο ο ελληνικός αθλητισμό, δεν ακούστηκε μόνο ο Εθνικός Ύμνος, δεν σηκώθηκε μονάχα η ελληνική σημαία, αλλά ανέβηκε ένας ολόκληρος λαός. Όλο αυτό, το νιώσαμε. Ο κόσμος ήθελε να το γιορτάσει μαζί μας γι’ αυτό και ξεχύθηκαν όλοι στους δρόμους, γι’ αυτό και όταν φτάσαμε στο παλιό αεροδρόμιο, κάναμε να πάμε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, έξι ολόκληρες ώρες. Είναι στιγμές που μένουν χαραγμένες στις μνήμες όλων. Ο αθλητισμός, είναι ένα από τα ελάχιστα μέσα που ανεβάζουν τον πολιτισμό, που ενώνει τους λαούς».
Πριν φτάσετε στους Ολυμπιακούς και πριν γίνει αυτό το απίστευτο ρεκόρ, είχατε δουλέψει στις προπονήσεις πάνω σε τόσο μεγάλο ύψος;
«Όχι, στις προπονήσεις είχα κάνει ως 1.95 και αυτό γιατί με ενδιέφερε να δουλέψω πολύ επάνω στο τεχνικό κομμάτι στην προπόνηση και όχι στο πόσο ψηλά μπορώ να φτάσω. Στους αγώνες βέβαια, οι συνθήκες είναι διαφορετικές και για αυτό έφτανα ψηλότερα, καθώς εκείνη την ώρα, ενεργοποιούσα όλα τα χαρίσματά μου και ξεπερνούσα περίπου 10 πόντους τα άλματα που έκανα στις προπονήσεις».
Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας. Δεν λάβατε μέρος, αλλά με έναν ξεχωριστό τρόπο, θελήσατε να βρεθείτε μέσα σε αυτή την τεράστια γιορτή. Πώς νιώσατε, ακόμα και αν αυτή τη φορά, δεν βρεθήκατε ως αθλήτρια στον αγωνιστικό χώρο;
«Ήθελα πολύ να αγωνιστώ μέσα στην Ελλάδα, ήταν ένα από τα όνειρά μου, αλλά όπως είπα και πριν, η οικογένεια και το μεγάλο χρονικό διάστημα αποχής από τις προπονήσεις, δεν μου επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ακόμα και με έναν διαφορετικό τρόπο πάντως, μπήκα με τη σημαία των ολυμπιακών κύκλων στο στάδιο, έτρεξα και άναψα τη φλόγα στην Ακρόπολη. Για μένα, αυτές είναι δυνατές στιγμές που σε αγγίζουν».
Υπάρχει το βάρος – σε μια αθλήτρια του βεληνεκούς σας – της ελληνικής σημαίας, του εθνόσημου, το οποίο σας συνοδεύει στις μεγάλες διοργανώσεις;
«Φυσικά και υπάρχει. Είναι τεράστιο βάρος το να εκπροσωπείς μια χώρα και πόσο μάλλον, όταν αυτή είναι η Ελλάδα, η οποία έφερε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και βρίσκεται χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα στην ιστορία του αθλητισμού. Αυτό το συναίσθημα, το ένιωσα και εγώ. Ήταν τόσο βαρύ, που τελικά δεν μπόρεσα να αντεπεξέλθω σε κάποια φάση. Παρά το γεγονός πως έκανα σωστή προετοιμασία για να εμφανιστώ έτοιμη στο 100% και να κερδίσω, εγκεφαλικά και ψυχολογικά, δεν ήμουν καλά και αυτό μου στοίχησε. Βέβαια, για να αποφύγεις τέτοιες καταστάσεις, θα πρέπει κάποιος να σε έχει στηρίξει πάνω σε αυτό το κομμάτι, κάτι που εγώ δεν είχα. Όταν κάτι δεν σου έχει ξανά συμβεί στο παρελθόν, θα πρέπει κάποιος να σου το εξηγήσει».
Φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια πτώση στις επιτυχίες στους Ολυμπιακούς αγώνες. Πού θεωρείτε ότι οφείλεται αυτό;
«Είναι οι φουρνιές αθλητών. Η δική μου φουρνιά είχε και την τύχη να φέρει μετάλλια. Δεν είναι μεγάλος γενικά ο όγκος των αθλητών που βγάζουμε και οι οποίοι θα κυνηγήσουν το ολυμπιακό μετάλλιο. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν αθλητή. Χρειάζονται πολλά χρόνια αναμονής, τις περισσότερες φορές, ώστε να καρποφορήσουν οι αγώνες που έχει δώσει. Σε γενικές γραμμές πάντως, η Ελλάδα φέρνει επιτυχίες, αν και αυτές δεν είναι συχνές. Για να συνεχίσει όμως, θα πρέπει να υπάρχει οργάνωση στις υποδομές. Αν δεν βγαίνουν νέα ταλέντα με όρεξη και ταλέντο για κάτι τέτοιο, δεν μπορούμε να πάμε μπροστά. Οι σύλλογοι που υπάρχουν, κάνουν προσπάθειες πάνω σε αυτό το κομμάτι. Σημαντικό ρόλο, παίζει και ο τρόπος ζωής της νέας γενιάς. Έχουν αλλάξει οι καιροί. Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς, μέσα στον αθλητισμό, δίπλα στα γήπεδα. Ήρθαμε από την επαρχία οι περισσότεροι. Είχαμε μάθει να ζούμε μέσα στον αθλητισμό και όχι σε άλλα πράγματα. Είμαι αισιόδοξη πάντως και πιστεύω πως θα έρθουν επιτυχίες τα επόμενα χρόνια, διότι υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν».
Το 1989 και το 1996, αναδειχθήκατε ως η κορυφαία Ελληνίδα αθλήτρια από τον στα βραβεία του ΠΣΑΤ. Ήταν μια ακόμα επιβράβευση για την προσπάθεια που είχατε καταβάλει;
«Είναι μεγάλη τιμή για έναν αθλητή, κάθε βράβευση για τα όσα έχει πετύχει. Το 1996, ήρθε έπειτα από τις όμορφες στιγμές που έζησα στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, αλλά και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την επιστροφή της αποστολής στην Ελλάδα, οπότε ήταν ένα βραβείο, το οποίο δεν είχα το χρόνο για να καταλάβω τη μεγάλη αξία που είχε. Το 1989 τώρα, οι ελληνικές επιτυχίες στον αθλητισμό, ήταν μηδαμινές. Εκείνη τη χρονιά, έκανα κάποια καλά άλματα πάνω από το 1.90, ενώ – αν θυμάμαι καλά – είχα αναδειχθεί μέσα στις 20 κορυφαίες αθλήτριες παγκοσμίως».
Ολοκληρώσατε την καριέρα σας στον Ολυμπιακό. Παράλληλα, είχαν έρθει στον κόσμο τα δύο σας παιδιά. Άλλαξαν τα πράγματα για εσάς από εκεί και πέρα;
«Ολοκλήρωσα την καριέρα μου στον Ολυμπιακό, ενώ είχα γεννήσει τα δύο παιδιά και έχοντας ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απραξίας από τον αθλητισμό. Ξανά μπήκα στους αγωνιστικούς χώρους, έπειτα από ένα χρόνο προπονήσεων έφτασα να κάνω περίπου 1.87, αλλά το γεγονός πως είχα σταματήσει για τέσσερα χρόνια, έπαιξε το ρόλο του. Θεωρώ ότι θα μπορούσα να είχα κάνει και περισσότερο, όμως στη συνέχεια τραυματίστηκα και τα παράτησα. Ήταν μεγάλη η κούραση που είχα υποστεί και δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω σε όλες τις υποχρεώσεις. Είχα φτάσει και σε μια ηλικία, όπου οι αντοχές ήταν μειωμένες, όπως και η όρεξή μου για να κάνω ένα τόσο δύσκολο restart».
Υπάρχει ένα στάδιο στην Καλαμάτα, στο οποίο έχει δοθεί το όνομά σας. Πως νιώθετε για αυτό; Το επισκέπτεστε;
«Είναι ένα μικρό στάδιο, ναι. Κανονικά θα έπρεπε να υπήρχε στη Λαμία κάτι τέτοιο, αλλά εκεί τώρα θα κατασκευαστεί. Πήγαινα για αρκετά χρόνια στην Καλαμάτα, γνωρίζομαι με αρκετούς ανθρώπους και με πρωτοβουλία του ξενοδοχείου «Elite» όπου βρίσκεται και το στάδιο, αλλά και με τη βοήθεια του Πέτρου Παπαδόπουλου, ενός ανθρώπου που ασχολήθηκε ενεργά με το στίβο, καθώς πήρε τον «Α.Ο. Ακρίτας» που ήταν ομάδα βόλεϊ και πρόσθεσε με επιτυχία το στοιχείο του στίβου, φτιάχτηκε το αθλητικό αυτό κέντρο. Όταν μου έγινε η πρόταση για το όνομα, δέχθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι είναι κάτι ιδιαίτερα τιμητικό. Έχω επισκεφθεί αρκετές φορές το προπονητικό αυτό κέντρο, έχω παρακολουθήσει από κοντά τα παιδιά να κάνουν την προπόνησή τους. Δεν έχει σημασία το επίπεδο που μπορεί αν φτάσει το κάθε παιδί, αλλά και μόνο το γεγονός πως μπήκε στη διαδικασία να γυμναστεί».
Το άλμα εις ύψος, σε τί επίπεδο θεωρείται πως βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;
«Υπάρχουν κάποιες κοπέλες, οι οποίες κινούνται σε αμιγώς ελληνικά στάνταρ. Δεν θα έλεγα ότι έχουν επιδόσεις πολύ μεγάλες, αλλά εύχομαι να ανέβουν επίπεδο, μέσα από δουλειά, υπομονή και επιμονή στο στόχο τους».
Είστε και ενεργό μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών. Πώς τα βλέπετε τα πράγματα σε αυτό τον τομέα;
«Μου αρέσει να ασχολούμαι και με το σύλλογο. Είμαστε αρκετά δραστήριοι τελευταία και αυτό είναι πολύ όμορφο. Συμμετέχουμε σε πολλά προγράμματα και ο κόσμος δείχνει τη διάθεση να μας ακούσει. Οι ομιλίες μας δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον αθλητισμό, αλλά και με άλλα σοβαρά ζητήματα. Όταν ομιλητής είναι ένας Ολυμπιονίκης, τότε τα λόγια παίρνουν μεγαλύτερη αξία για ένα παιδί.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Με τί σκέφτεστε να ασχοληθείτε από εδώ και πέρα;
«Τη δεδομένη χρονική στιγμή, ασχολούμαι με την αυτογνωσία του αθλητή και όχι μονάχα στο καθαρά τεχνικό και φυσικό κομμάτι. Αυτό μου αρέσει, το δουλεύω περίπου 25 χρόνια τώρα, σπουδάζω και παίρνω γνώσεις ώστε να τις μεταδώσω. Ασχολούμαι με την προπονητική, ενώ είμαι και Επισμηναγός της Ελληνικής Αεροπορίας. Επίσης, στα επόμενα σχέδια μου, είναι η ίδρυση ενός αθλητικού συλλόγου που θα έχει να κάνει με το στίβο και αργότερα με περισσότερα αθλήματα. Ακόμα, θέλω να ασχοληθώ με προγράμματα της Ολυμπιακής Εθνικής Ακαδημίας, σχετικά με την ολυμπιακή παιδεία και τις ολυμπιακές αξίες, με συχνές επισκέψεις σε σχολεία, κυρίως παραμεθόριων περιοχών.
Τι εστί για εσάς η έννοια «αθλητισμός»;
«Αθλητισμός σημαίνει πως βάζω στόχους τόσο σε αυτό που κάνω, αλλά και στη ζωή μου γενικότερα. Βάζω στόχους και προσπαθώ με κάθε τρόπου να τους πετύχω. Ο αθλητισμός είναι ένα μεγάλο σχολείο για πολλά πράγματα. Προσωπικά, από τον αθλητισμό κέρδισα πολλά. Αθλητισμός είναι η αυτογνωσία. Μέσα από τον αθλητισμό, μαθαίνεις τον εαυτό σου. Ακόμα και οι πρόγονοί μας, έκαναν ό,τι έκαναν στον αθλητισμό, για συγκεκριμένο λόγο με συγκεκριμένο σκοπό. Πίστευαν, ότι μέσα από την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική, από όλες τις τέχνες, γενικότερα, και ο αθλητισμός συμμετείχε στην ανάπτυξη του ανθρώπου. Ήρθαμε στον κόσμο αυτό, για να κάνουμε κάποια πράγματα και όχι απλά για να φάμε, να πιούμε και να φύγουμε. Ήρθαμε για να εξελιχθούμε ως άνθρωποι, να γαληνέψουμε τις ψυχές μας και να ξέρουμε που βαδίζουμε».
Κλείνοντας, γιατί επιλέξατε το άλμα ει ύψος;
«Το επέλεξα, γιατί ένιωθα ελεύθερη. Ή μάλλον έτσι έλεγα τότε που ήμουν μικρή, έτσι αισθανόμουν. Έπειτα από χρόνια όμως, το έψαξα αρκετά. Η ελευθερία για μένα λοιπόν, δεν είναι ότι απλά είμαι ελεύθερη και όχι καταπιεσμένη και εγκλωβισμένη σε κάτι. Ελευθερία σημαίνει πως ζω κάτι με την ψυχή μου. Σημαίνει έρωτας. Και έρωτας, σημαίνει πως ό,τι και αν κάνω, θα πρέπει να νιώθω έρωτα στην ψυχή μου.
Συνέντευξη: Δημήτρης Μανωλάκης – Αντώνης Σουκαράς
Επιμέλεια: Aντώνης Σουκαράς